τραχειοτομία

τραχειοτομία
η, Ν
ιατρ. εγχειρητική διάνοιξη τής τραχείας και εισαγωγή τραχειοσωλήνα για παράκαμψη στένωσης ή απόφραξης τού λάρυγγα ή σε περιπτώσεις που απαιτούν παρατεταμένη σύνδεση με συσκευή τεχνητής αναπνοής και αναρρόφηση τών τραχειοβρογχικών εκκρίσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. tracheotomie (< τραχεία + -τομία < -τόμος < τόμος < τέμνω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τραχειοτομικός — ή, ό, Ν [τραχειοτομία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τραχειοτομία …   Dictionary of Greek

  • αναπνοή — Γενική βιολογική διαδικασία με την οποία οι ζώντες οργανισμοί παίρνουν από το περιβάλλον οξυγόνο και αποδίδουν διοξείδιο του άνθρακα. Το οξυγόνο είναι απαραίτητο στις οξειδωτικές εξεργασίες που βρίσκονται στη βάση όλων των εκδηλώσεων της ζωής,… …   Dictionary of Greek

  • λαρυγγίτιδα — Οξεία ή χρόνια φλεγμονή του λάρυγγα. Παρουσιάζεται με διάφορες μορφές, που γενικά διακρίνονται σε οξείες, χρόνιες, συρίττουσες, διφθεριτικές, φυματιώδεις και χρόνιες ατροφικές λ. Η οξεία λ. μπορεί να είναι βακτηριακής ή ερεθιστικής αιτιολογίας… …   Dictionary of Greek

  • τέτανος — Οξεία νόσος που προκαλείται από την εξωτοξίνη ενός βακτηριδίου του Κλωστηρίδιου (clostridium) και χαρακτηρίζεται από νευρομυϊκά συμπτώματα (ακούσιοι σπασμοί των ραβδωτών μυών). Το υπεύθυνο μικρόβιο είναι ένα αναερόβιο σπορόγονο βακτηρίδιο, που… …   Dictionary of Greek

  • τετανός — Οξεία νόσος που προκαλείται από την εξωτοξίνη ενός βακτηριδίου του Κλωστηρίδιου (clostridium) και χαρακτηρίζεται από νευρομυϊκά συμπτώματα (ακούσιοι σπασμοί των ραβδωτών μυών). Το υπεύθυνο μικρόβιο είναι ένα αναερόβιο σπορόγονο βακτηρίδιο, που… …   Dictionary of Greek

  • τραχειοτομή — η, Ν ιατρ. τραχειοτομία …   Dictionary of Greek

  • τραχειοτομώ — Ν ιατρ. κάνω τραχειοτομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραχεία + τομώ (< τομος < τόμος < τέμνω), πρβλ. φλεβο τομώ. Η λ., στον λόγιο τ. τραχειοτομέω, ῶ, μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα] …   Dictionary of Greek

  • χειρουργική — Κλάδος της ιατρικής, ο οποίος ασχολείται με τις παθολογικές καταστάσεις και νόσους, που θεραπεύονται με μηχανικά κυρίως μέσα συνήθως με επεμβάσεις, στις οποίες χρησιμοποιούνται ειδικά εργαλεία. Η χ. υπήρξε ασφαλώς η πρώτη ιατρική του ανθρώπου, ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”